Δεν είναι καθόλου παράξενο κάποιο εντομοκτόνο που ψεκάζαμε παλιά, με κάποια συγκεκριμένη δόση τώρα να μην έχει αποτέλεσμα και αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιούμε μεγαλύτερες δόσεις για επιτύχουμε τα ίδια αποτελέσματα. Τότε λέμε ότι τα έντομα εθίστηκαν στο εντομοκτόνο ή απόκτησαν ανθεκτικότητα σε αυτό.
Ανθεκτικότητα ή εθισμός των εντόμων σε κάποιο εντομοκτόνο είναι όταν ένας πληθυσμός εντόμων από ευπαθής, αποκτά ανθεκτικότητα σε κάποιο εντομοκτόνο με την πάροδο των γενεών.
Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι με την χρήση κάποιου εντομοκτόνου δεν θανατώνεται ολόκληρος ο πληθυσμός των εντόμων, αλλά πάντα ένα μικρό μέρος τους πάντα επιβιώνει. Αυτό το μέρος του πληθυσμού έχει τα γονίδια που προκαλούν την ανθεκτικότητα κατά του εντομοκτόνου (π.χ. γονίδια που μεταβολίζουν πιο γρήγορα το εντομοκτόνο μέσα στο σώμα του εντόμου). Και επειδή η ανθεκτικότητα είναι κληρονομική, με την διαδοχική χρήση του ίδιου εντομοκτόνου αυξάνουμε τα έντομα τα οποία είναι ανθεκτικά στο εντομοκτόνο, έτσι πάντα τα έντομα της επόμενης γενεάς θα είναι πιο ανθεκτικά από αυτά της προηγούμενης.
Εικόνα 1: Με κόκκινο χρώμα φαίνονται τα ανθεκτικά έντομα
Προσοχή όμως να μην αποδίδουμε την ανθεκτικότητα στα έντομα, όταν η μη αποτελεσματικότητα του εντομοκτόνου οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος, όπως η κακή παρασκευή του ψεκαστικού υγρού ή ο κακός ψεκασμός. Η φαινομενικά μη αποτελεσματικότητα του εντομοκτόνου μπορεί επίσης να οφείλεται σε κάποια έξαρση του πληθυσμού των εντόμων ή όταν τα έντομα βρίσκονται σε πυκνούς πληθυσμούς. Για να καταλάβουμε αν κάποιο έντομο είναι ανθεκτικό σε μια δραστική ουσία πρέπει να το εξετάσουμε σε βάθος χρόνου, επί σειρά πολλών γενεών εντόμων και αν δούμε ότι για την καταπολέμηση του χρειαζόμαστε όλο και υψηλότερες δόσεις της ίδιας δραστικής ουσίας για να έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα τότε λέμε ότι ο πληθυσμός αυτός είναι ανθεκτικός στο εν λόγω εντομοκτόνο.
Για να περιορίσουμε την ανθεκτικότητα των εντόμων πρέπει να εφαρμόζουμε μερικά μέτρα τα οποία πρέπει να τηρούμε πάντα σε κάθε ψέκασμα.
Μέτρα
1. Προσπαθούμε να περιορίσουμε τον αριθμό των ψεκασμάτων μας κοιτάζοντας πάντα το ΕΟΖ (Επίπεδο Οικονομικής Ζημιάς). Με λίγα λόγια δεν ψεκάζουμε ποτέ όταν το κόστος του ψεκάσματος μας, είναι μεγαλύτερο από την ζημιά που θα κάνει κάποιο έντομο στην παραγωγή.
2. Όταν είναι εφικτό, κάνουμε μόνο τοπικές επεμβάσεις. Δηλαδή αν παρατηρήσαμε αυξημένους πληθυσμούς κάποιου εντόμου σε ένα κομμάτι του χωραφιού μας, κάνουμε ψεκασμό μόνο σε αυτό το κομμάτι.
3. Σημαντικό είναι η εναλλαγή εντομοκτόνων με διαφορετικό τρόπο δράσης. Αν και αρκετοί παραγωγοί και γεωπόνοι το γνωρίζουν αυτό, συχνά το εφαρμόζουν λανθασμένα. Για κάθε εντομοκτόνο πρέπει να γνωρίζουμε την δραστική ουσία του αλλά και σε μια χημική ομάδα ανήκει η δραστική ουσία.
ΛΑΘΟΣ: Όταν π.χ. το εντομοκτόνο Α μπορεί εναλλάσσετε από εντομοκτόνο Β (που ανήκει σε διαφορετική εταιρία) αλλά και τα δυο μπορεί να περιέχουν την ίδια δραστική ουσία (π.χ alpha-cypermethrin) ή το εντομοκτόνο Α (π.χ alpha-cypermethrin) να εναλλάσσεται με το εντομοκτόνο Γ (deltamethrin) αλλά και τα δυο είναι πυρεθροειδή εντομοκτόνα και έχουν παρόμοιο μηχανισμό δράσης.
ΣΩΣΤΟ: είναι να εναλλάσσουμε εντομοκτόνα με διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης, όπως π.χ. η εναλλαγή πυρεθροειδών εντομοκτόνων με οργανοφωσφορικά.
4. Κάνουμε συνδυασμούς εντομοκτόνων τα οποία έχουν διαφορετικό μηχανισμό δράσης. Έτσι ώστε αν επιβιώσουν ανθεκτικά έντομα στο εντομοκτόνο Α, να θανατωθούν από το εντομοκτόνο Β, το ίδιο και το ανάποδο.
5. Χρησιμοποίηση φυσικών εχθρών. π.χ. η πασχαλίτσα είναι αρκετά αποτελεσματική για την καταπολέμηση της αφίδας.
6. Όταν δεν μπορούμε να το αποφύγουμε, Αύξηση της δόσης του εντομοκτόνου. Αλλά μόνο για λίγες φορές, για το λόγο ότι η συνεχόμενη χρήση υψηλής δόσης αυξήσει την ανθεκτικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια: